Πετρούσκα

Πετρούσκα
Χαρακτηριστικό ανδρείκελο του ρωσικού λαϊκού θεάτρου. Μπορεί να θεωρηθεί απόγονος του ιταλικού Πουλτσινέλα, που έφτασε στη Ρωσία μέσω του Χάνσβουρστ, κωμικού προσώπου του γερμανικού λαϊκού θεάτρου, ανάλογου με τον δικό μας Φασουλή. Ο Π. έκανε την πρώτη του εμφάνιση τον 17o αι. αλλά εξαιτίας της αθυροστομίας του λογοκρίθηκε και απαγορεύτηκε επί της βασιλείας του τσάρου Αλεξίου. Κατόπιν έγινε ο πιο δημοφιλής τύπος του κουκλοθέατρου, που άρεσε ιδιαίτερα στο κοινό για την τολμηρή, χιουμοριστική, αν και κάπως χυδαία, γλώσσα του. Η ενδυμασία του Π. είναι πολύχρωμη· τυπικό χαρακτηριστικό του είναι η σουβλερή μύτη του, ενώ η φωνή του είναι έρρινη και βραχνή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κουκλοθέατρο — Με αυτό τον όρο εννοούνται σήμερα δύο συγγενικές μορφές θεάτρου ανδρεικέλων· θεατρικές, δηλαδή, παραστάσεις που γίνονται με κούκλες, οι οποίες είτε είναι ολόσωμες, οπότε κινούνται από ψηλά με σύρματα ή με νήματα από λινάρι ή κάνναβη και… …   Dictionary of Greek

  • μπαλέτο — Ενιαία σκηνική παράσταση που αναπτύσσει πλήρως ένα συγκεκριμένο θέμα μέσω του χορού και της παντομίμας, με συνοδεία μουσικής και με τη βοήθεια σκηνικών και κουστουμιών. Είναι ένας τύπος θεάματος που γεννήθηκε και αναπτύχθηκε στην Ευρώπη –και από… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Μοντέ, Πιερ — (Pierre Monteux, Παρίσι 1875 – Χάνκοκ, Μέιν 1964). Γάλλος διευθυντής ορχήστρας. Αφού πήρε το δίπλωμά του από το Ωδείο του Παρισιού, εργάστηκε ως βιολονίστας στην Opera Comique και στα Concerts Colonne· κατόπιν ίδρυσε τα Concerts Berlioz, μια… …   Dictionary of Greek

  • Νιζίνσκι, Βασλάβ — (Vaslav Fomic Nizinsky,Κίεβο 1890 – Λονδίνο 1950). Ρώσος χορευτής και χορογράφος. Πήρε το δίπλωμά του στην Αγία Πετρούπολη το 1908 και αμέσως τον κάλεσαν να γίνει μέλος των ρωσικών μπαλέτων του Ντιαγκίλεφ, όπου ο χορός του προκάλεσε στο κοινό… …   Dictionary of Greek

  • Ντιαγκίλεφ, Σεργκέι Παύλοβιτς — (Sergey Pavlovich Diaghilev, Νόβγκοροντ, Ρωσία 1872 – Βενετία, Ιταλία 1929). Ρώσος θεατρικός ιμπρεσάριος και κριτικός της τέχνης. Είναι δύσκολο να καθοριστεί η φυσιογνωμία του κορυφαίου αυτού καλλιτέχνη του χορού, που κατόρθωσε να προσδώσει στην… …   Dictionary of Greek

  • Στραβίνσκι, Ιγκόρ Φιοντόροβιτς — Ρώσος συνθέτης (Οράνιενμπαουμ, Πετρούπολη 1882 – Νέα Υόρκη 1971). Αφού άρχισε νομικές σπουδές σύμφωνα με τη θέληση του πατέρα του, του βαθύφωνου Φιοντόρ Σ. (1843 1902), που εργαζόταν στο Αυτοκρατορικό θέατρο της Πετρούπολης άρχισε το 1903, μετά… …   Dictionary of Greek

  • Φοκίν, Μιχαήλ Μιχαήλοβιτς — (Πετρούπολη 1880 – Νέα Υόρκη 1942). Ρώσος χορευτής και χορογράφος που έγινε γνωστός κυρίως στη Γαλλία. Σε ηλικία 18 ετών μπήκε στο μπαλέτο του θεάτρου Μαρίνσκι, με την παρακίνηση του Μαριούς Πετιπά, και σύντομα επιβλήθηκε ως μίμος, χορευτής και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”